- ανάπτυξη, οικονομική
- Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων και των κρίσεων, καθώς και του οικονομικού κύκλου. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος ο.α. χαρακτηρίζει ωστόσο ένα πρόβλημα με ιδιαίτερη σημασία στη νεότερη οικονομική επιστήμη· το πρόβλημα αυτό συνοψίζεται στην ανάγκη να δοθεί στην οικονομική δραστηριότητα ένας ρυθμός αύξησης με κάποιο κανονικό χαρακτήρα, για να μην υπάρχουν οι τάσεις ανάσχεσης και να υπερνικηθούν καταστάσεις χρόνιας οικονομικής χαλάρωσης (υπανάπτυξη). Οι θεωρίες γύρω από την o.α. μελετούν επομένως τις συνθήκες που μπορούν να εξασφαλίσουν ανάπτυξη του οικονομικού οργανισμού για μεγάλο χρονικό διάστημα και να εξουδετερώσουν τα εμπόδια που μπορούν να την ανακόψουν ή να την παρεμποδίσουν, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύουν μέτρα συντονισμού, ενθάρρυνσης και ελέγχου. Αν παραλείψουμε τις θεωρίες και τις προτάσεις που, σχετικά με το γενικό πρόβλημα της οικονομικής δυναμικής, συναντώνται ακόμα και στην οικονομική φιλολογία του 19ου αι., ο πρώτος συγγραφέας που επιχείρησε μια οργανική ανάλυση του προβλήματος είναι ο Γιόζεφ Αλόις Σούμπετερ (1883-1950), ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους του περασμένου αιώνα, o οποίος το 1912 δημοσίευσε το έργο του Θεωρία της οικονομικής ανάπτυξης (Theorie der wirtschaftliche Entwicklung).Στο έργο του αυτό o Σούμπετερ διαπιστώνει ότι η ορμητική ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομίας βαδίζει προς ένα κρίσιμο σημείο, που μπορεί να επιφέρει την αυτοκαταστροφή του συστήματος. Η επιχειρηματική λειτουργία, που αποτελεί το ελατήριο και το κίνητρο για την επίτευξη θέσεων μέγιστης απόδοσης με τη συνεχή εισαγωγή καινοτομιών (νέα αγαθά, νέες τεχνικές μέθοδοι, νέες οργανωτικές μορφές, νέες αγορές, νέες πρώτες ύλες), τείνει πραγματικά να εξασθενήσει σιγά-σιγά όσο κατακτώνται οι θέσεις μέγιστης απόδοσης. Αυτό βρίσκεται σε συνάρτηση και με το γεγονός ότι όσο πιο πολύπλοκη γίνεται η επιχειρηματική διάρθρωση, τόσο περισσότερο εμφανίζεται μια τάση διαχωρισμού μεταξύ των δύο μορφών, ιδιοκτήτη και επιχειρηματία: ο πρώτος ενδιαφέρεται όλο και λιγότερο για την τεχνική πρόοδο της επιχείρησης, ενώ ο δεύτερος πολύ λίγο ενδιαφέρεται για την είσπραξη του κέρδους. Ο Σούμπετερ διαπιστώνει επιπλέον ότι o ίδιος ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η ανάπτυξη καθορίζει και την κυκλική διάρθρωση της οικονομικής ζωής, αφού εξαιτίας κοινωνικών αντιστάσεων, οι καινοτομίες τείνουν να καταπνιγούν μέσα σε ορισμένες περιόδους που χαρακτηρίζονται από τη διάρρηξη των καθιερωμένων μορφών οικονομικής διαχείρισης. Αν και αποδέχεται ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα διαθέτει επαρκή δραστικότητα, o Σούμπετερ καταλήγει έτσι να προβλέπει την προοδευτική του εξασθένηση από αίτια ουσιαστικά εξωοικονομικά, δηλαδή από τη διάβρωση του θεσμικού πλαισίου (πολιτικού, ψυχολογικού και ηθικού). Οι γενικοί όροι αυτής της ανάλυσης της ο.α. που έκανε ο Σούμπετερ με τον καιρό εμπλουτίστηκαν, επεκτάθηκαν και τροποποιήθηκαν. Τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της περιόδου που ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και η μεγάλη κρίση του 1929 κατέστησαν, ταυτόχρονα, επείγουσες τις θεωρητικές αναγνωρίσεις γύρω από την ύφεση και την ανάπτυξη. H επείγουσα αυτή ανάγκη γινόταν συνεχώς εντονότερη τις επόμενες δεκαετίες, μέσα στα πλαίσια του ανταγωνισμού που διαγραφόταν μεταξύ του συστήματος της ατομικής πρωτοβουλίας και των σοσιαλιστικών συστημάτων και της εμφάνισης νέων μεγάλων παγκόσμιων προβλημάτων (μεταπολεμική ανασυγκρότηση, επανασύσταση των αγορών,δραστηριοποίηση των οικονομικών οργανισμών έπειτα από μια περίοδο ύφεσης, κοινωνικές διεκδικήσεις, πρόβλημα της ευημερίας). Μπροστά σε αυτά τα προβλήματα, μια σημαντική κατευθυντήρια γραμμή οικονομικής σκέψης, σχετικά με τη θεωρία της ο.α., εξακολουθεί να είναι αυτή που χάραξε ένας άλλος μεγάλος οικονομολόγος, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς (1883-1946), ο οποίος υπογράμμισε ιδιαίτερα τη σημασία που έχει για την ο.α. μια παρεμβατική πολιτική του κράτους με σκοπό την προώθηση της πλήρους απασχόλησης μέσα από την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και τη δημιουργία νέας αγοραστικής δύναμης. Για τον Κέινς, «κατά γενικό κανόνα, o πραγματικός όγκος της παραγωγής και της απασχόλησης εξαρτάται όχι από την παραγωγική ικανότητα ή από το προϋπάρχον επίπεδο εισοδημάτων, αλλά από τις τρέχουσες αποφάσεις προς παραγωγή, οι οποίες με τη σειρά τους εξαρτώνται από τις αποφάσεις προς επένδυση και τον παρόντα υπολογισμό των μεγεθών της τρέχουσας και της μελλοντικής κατανάλωσης». Μια άλλη σημαντική συμβολή στη θεωρία της ο.α. προσέφερε o Κόλιν Κλαρκ, συγγραφέας του έργου Οι όροι της οικονομικής προόδου (1940), που μελέτησε ιδιαίτερα τον συσχετισμό μεταξύ των τριών τομέων της οικονομικής δραστηριότητας: του πρωτογενούς τομέα, στον οποίο ανήκουν η γεωργία και οι εξορυκτικές βιομηχανίες, του δευτερογενούς τομέα, στον οποίο ανήκουν οι μεταποιητικές βιομηχανίες, και του τριτογενούς τομέα, στον οποίο ανήκουν οι υπηρεσίες και οι ειδικές παροχές. Σε αυτούς τους τρεις τομείς ο Κόλιν Κλαρκ διαπιστώνει διαφορετικούς ρυθμούς παραγωγικότητας: φθίνοντα στον πρωτογενή, αύξοντα στον δευτερογενή, αργό στον τριτογενή τομέα. Πάνω σε αυτή τη βάση διαγράφεται μια θεωρία της ανάπτυξης: σύμφωνα με αυτήν, η ανάπτυξη θα πρέπει να σταματήσει πολύ γρήγορα στον πρωτογενή τομέα, με μετατόπιση εργατικής δύναμης και κεφαλαίων προς τον δευτερογενή τομέα που μπαίνει έτσι σε φάση επέκτασης, ώσπου να φτάσει στο σημείο κορεσμού. Η πρόοδος τότε μετατοπίζεται προς τον τριτογενή τομέα. Από αυτή τη δυναμική της οικονομικής προόδου ο Κλαρκ συνάγει την αναγκαιότητα μιας οικονομικής πολιτικής ικανής να επανορθώσει την έλλειψη ισορροπίας. Ο Ρόι Χάροντ, στο έργο του Προς μια δυναμική οικονομία (Towards a dynamic economics, 1948), φωτίζει τον στενό σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ ο.α. και αποταμίευσης και υποδεικνύει τρεις κύριους παράγοντες ανάπτυξης: μέγεθος του πληθυσμού, προϊόν κατά κεφαλή και διαθέσιμο κεφάλαιο. Ο Χάροντ ερευνά ποιος πρέπει να είναι o καλύτερος συσχετισμός μεταξύ των τριών αυτών παραγόντων για να μπορεί να εξασφαλιστεί μια ισορροπημένη ανάπτυξη. Μία άλλη σημαντική μελέτη των παραγόντων της ανάπτυξης αποτελεί το έργο του Ρόστοου Η διαδικασία της αναπτύξεως,στο οποίο επισημαίνονται οι ροπές που καθορίζουν την ανάπτυξη: ροπή προς την επιστημονική ανάπτυξη, ροπή προς τη χρησιμοποίηση της επιστήμης για οικονομικούς σκοπούς, ροπή προς την αποδοχή των καινοτομιών, ροπή προς την επιδίωξη της υλικής προόδου, ροπή προς την κατανάλωση, ροπή προς την τεκνοποίηση. Άλλες σημαντικές συμβολές στη θεωρία της ο.α. προσέφεραν οι Ε. Ντόμαρ (Ανάπτυξη και απασχόληση, 1947),Έρικ Λούντμεργκ (Μελέτες περί της θεωρίας της οικονομικής ανάπτυξης, 1948),Σ. Κούζνετς (Μακροπρόθεσμες μεταβολές του εθνικού εισοδήματος, 1952). Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο πρόβλημα της υπανάπτυξης. Οι θεωρίες της υπανάπτυξης ερευνούν ποιες είναι οι συνιστώσες (φυσικές, τεχνικές, πολιτικές, δημογραφικές) των συνθηκών χρόνιας οικονομικής χαλάρωσης και κοινωνικής καθυστέρησης μερικών χωρών και μεμονωμένων ζωνών και μελετούν τα διάφορα πρότυπα που μπορούν να τις βοηθήσουν να ξεπεράσουν αυτή την κατάσταση χωρίς να δημιουργηθούν μεγάλοι κλονισμοί της ισορροπίας. Οι θεωρίες αυτές έχουν ιδιαίτερα υπογραμμίσει τους ακόλουθους παράγοντες υπανάπτυξης: χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, πρωτόγονος χαρακτήρας των τεχνικών μέσων, υψηλός δείκτης δημογραφικής ανάπτυξης, κυρίως οικογενειακή κοινωνικοοικονομική διάρθρωση, παρασιτισμός των εύπορων τάξεων, ανεπάρκεια υπηρεσιών και υποδομής. Τα προβλήματα που είναι σύμφυτα με την υπανάπτυξη είναι αυτά που συνδέονται με τη συσσώρευση κεφαλαίων, τον εφοδιασμό με τεχνικά μέσα και στελέχη, τη διεθνή βοήθεια και συνεργασία, τον καθορισμό συντονισμένων και σχεδιασμένων μέτρων, καθώς και την κατανομή των ζωνών πειραματισμού και των πόλων ανάπτυξης.
Dictionary of Greek. 2013.